φλεβοσκλήρωση
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. σκλήρωση του τοιχώματος τών φλεβών από αντικατάσταση, συνήθως, τών στοιχείων του μέσου χιτώνα με συνδετικό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebosclerosis < φλέβα + σκλήρωση].