φρούρηση

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

η / φρούρησις, -ήσεως, ΝΜΑ φρουρῶ
η ενέργεια του φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση του κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.).