φωνᾶντα

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

French (Bailly abrégé)

contr. de φωνάεντα, dor. c. φωνήεντα, de φωνήεις.

Russian (Dvoretsky)

φωνᾶντα: дор. pl. n к φωνάεις.