φώκια

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η, Ν
φώκη
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας φωκίδες, της τάξης πτερυγιόποδα, με παγκόσμια εξάπλωση (α. «κοινή φώκια» β. «γροιλανδική φώκια» γ. «δικτυωτή φώκια» δ. «μεσογειακή φώκια» ή «φώκια μοναχός»)
2. μτφ. (σκωπτικά) γυναίκα χοντρή, δυσκίνητη και άσχημη.