χιονοθύελλα

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή της ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός].