χλωρόκλαδο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
χλωρό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + κλαδί.