χολαιμία

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. αυξημένη παρουσία συστατικών της χολής στον ορό του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholemia (< χολή + αίμα)].