χοληγικός

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

German (Pape)

[Seite 1363] zum Abführen der Galle gehörig, Hippocr., l. d., Andre wollen χοληγαγικός schreiben.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χοληγός
(πιθ. γρφ.) αυτός που συντελεί στην διοχέτευση της χολής.