χολιάρης

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. χολιάρα και -ού, Ν
αυτός που οργίζεται συχνά ή αυτός που πικραίνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ερωτιάρης)].