χολόβαφος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
χολόβαφον, = χολοβάφινος (dyed bile-colour, yellow-coloured), Aret. SA 2.4.
German (Pape)
[Seite 1363] Poll. 2, 214, p. χολοίβαφος, = χολοβαφής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χολόβᾰφος: ον = τῷ προηγ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 4.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χολήβαφος.