χρυσίων

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, Α
εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀμπελίων)].