χρυσοπόρφυρος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοπόρφυρος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει χρυσοκέντητη πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πορφυρός].