χρυσόστολος

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Α
μσν.
αυτός που φορεί χρυσή στολή
αρχ.
(για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].