χωλιαμβικός

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωλιαμβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωλίαμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωλίαμβο («χωλιαμβικά μέτρα»).