χόλιος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
α, ον, angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.
Russian (Dvoretsky)
χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.
Greek Monotonic
χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.