χόρδευμα
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
-ατος, τό, sausage, blackpudding, Ar.Eq.315.
German (Pape)
[Seite 1364] τό, der Wurstdarm, die Wurst, Ar. Equ. 315.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
andouille, boudin.
Étymologie: χορδεύω.
Russian (Dvoretsky)
χόρδευμα: ατος τό колбаса Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χόρδευμα: τό, ἀλλᾶς, «λουκάνικον», Ἀριστοφ. Ἱππ. 315.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α χορδεύω
το αποτέλεσμα του χορδεύω.
Greek Monotonic
χόρδευμα: τό, λουκάνικο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χόρδευμα, ατος, τό,
a sausage or black-pudding, Ar. [from χορδεύω