ψαλιδίζω

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

Ν ψαλίδι
1. κόβω με ψαλίδι
2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνωπάλι ψαλίδισαν τους μισθούς»)
β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω
3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα»
μτφ. (ως απειλή σε φλύαρο, αγενή ή αθυρόστομο) θα σέ εξαναγκάσω να σιωπήσεις.