ψευδομαρτυρία

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομαρτῠρία Medium diacritics: ψευδομαρτυρία Low diacritics: ψευδομαρτυρία Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΙΑ
Transliteration A: pseudomartyría Transliteration B: pseudomartyria Transliteration C: psevdomartyria Beta Code: yeudomarturi/a

English (LSJ)

ἡ, false witness, D.41.16 codd.; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Is.12.6 codd.: ἐν ψευδομαρτυρίαις D.57.53 codd.: but mostly in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Pl. Lg.937b; ψευδομαρτυριῶν δίκη Is.3.6; κρίσεις Arist.Pol.1263b21; ψευδομαρτυριῶν ἑλεῖν τινα to convict, and ἁλῶναι to be convicted, of perjury, Is.5.15, And. 1.7, Lys.10.25, Aeschin.1.85; ὀφλεῖν And.1.74; ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήψασθαί τινι make allegation of perjury against one, D.29.7; etc. (This form is perhaps always corrupt in codd. of classical authors; ψευδομαρτυρίων (gen. pl. neut., cf. ψευδομαρτυρίου) should prob. be read for ψευδομαρτυριῶν, and may be restored for ψευδομαρτυρίαν in D.41.16, Is.12.6; so ψευδομαρτυρίοις for ψευδομαρτυρίαις in D.57.53: των ψευδομαρτυριων is unaccented in Pap. of Hyp.Phil.12: ψευδομαρτυρίαν is an uncertain restoration in IG5(2).357.3 (Stymphalus, iii B.C.); but the fem. form existed later, Ev.Matt.15.19, 26.59.)

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, falsches Zeugniß; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος, Einen als falschen Zeugen verurteilen, Is. frg. 1, 6; ψευδομαρτυριῶν ἁλῶναι Andoc. 1, 7; Lys. 10, 25; Is. 5, 12. 13; ψευδομαρτυριῶν δίκην εἵλομεν 3, 4, vgl. 11, 15; ψευδομαρτυριῶν διώκων Dem. 24, 131, vgl. 29, 13, u. öfter in dieser Rede; ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Plat. Legg. XI, 937 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faux témoignage : ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος IS condamner qqn pour faux témoignage.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομαρτυρία -ας, ἡ [ψευδομάρτυς] meestal plur., valse getuigenis.

Russian (Dvoretsky)

ψευδομαρτῠρία: ἡ преимущ. pl. лжесвидетельство Isae., Arst., Lys.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομαρτῠρία: ἡ ψευδὴς μαρτυρία, Δημ 1033. 1· ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 7· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ γεν. πληθ. ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Πλάτ. Νόμ. 937Β· -ιῶν δίκη Ἰσαῖος 38. 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 11· -ιῶν ἑλεῖν τινα, καταδικάζειν τινὰ ἐπὶ ψευδομαρτυρία, καὶ ἀλῶναι, καταδικάζεσθαι ὡς ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Ἰσαῖ. 52. 32, Ἀνδοκ. 2. 4. Λυσίας 118, 18· ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 23· -ιῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, ἐγκαλεῖν τινα ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 846. ἐν τέλ.

English (Strong)

from ψευδομάρτυρ; untrue testimony: false witness.

English (Thayer)

ψευδομαρτυριας, ἡ, (ψευδομαρτυρέω), false testimony, false witness: Plato, Plutarch; often in the Attic orators.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν ψευδομαρτυρῶ
1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση της αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροὶ... κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι», ΚΔ
γ. «οὐχ ἁλίσκεται ψευδομαρτυριῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «ψευδομαρτυριῶν δίκη»
(αττ. δίκ.) δίκη κατά την οποία ο κατηγορούμενος άλλης δίκης κατηγορούσε για ψευδορκία τους μάρτυρες κατηγορίας.

Greek Monotonic

ψευδομαρτῠρία: ἡ, ψευδής μαρτυρία, ψευδορκία, σε Δημ.· κυρίως, σε γεν. πληθ., ψευδομαρτυριῶν δίκη, αγωγή για ψευδή μαρτυρία, σε Ισαίο κ.λπ.· ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, εγκαλώ κάποιον για ψευδομαρτυρία, για ψευδορκία, σε Δημ.

Middle Liddell

ψευδομαρτῠρία, ἡ,
false witness, Dem.: mostly in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν δίκη a prosecution for false witness, Isae., etc.; ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι to make allegation of perjury against one, Dem. [from ψευδομάρτυς

Chinese

原文音譯:yeudomartur⋯a 普修多-馬而替里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:假-印證
字義溯源:不真的證言,假證詞,假見證,妄證;源自(ψευδόμαρτυς)=假見證),由(ψευδής)=不真實)與(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)組成,而 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)*=撒謊)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 假見證(1) 太26:59;
2) 妄證(1) 太15:19

English (Woodhouse)

false witness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

perjury

Arabic: شَهَادَة زُور zūr); Belarusian: ілжэсведчанне, лжэсведчанне, клятвапарушэнне; Bulgarian: лъжесвидетелство; Catalan: perjuri; Chinese Mandarin: 偽證, 伪证, 偽證罪, 伪证罪; Czech: křivé svědectví; Danish: mened, falsk forklaring; Dutch: meineed; English: false testimony, oathbreach, perjury, testilying; Esperanto: ĵurrompo; Finnish: väärä vala, perätön lausuma; French: faux témoignage; Georgian: ცრუმოწმეობა; German: Meineid; Greek: ψευδορκία; Ancient Greek: ἐπιορκία, ψευδοκλητεία, ψευδομαρτυρία, ψευδορκία; Hungarian: hamis tanúzás; Icelandic: meinsæri; Irish: mionn bréige, mionn éithigh; Italian: falsa testimonianza; Japanese: 偽誓, 偽証, 偽証罪; Korean: 위증(僞證); Latin: periurium; Macedonian: кривоклетство; Maori: oati teka; Norwegian: falsk forklaring, mened; Old English: mānāþ; Polish: krzywoprzysięstwo; Portuguese: perjúrio; Romanian: mărturie mincinoasă; Russian: лжесвидетельство, клятвопреступление; Serbo-Croatian Roman: krivokletstvo, krivorečstvo; Spanish: perjurio; Swedish: mened; Tagalog: pagbubulaan, sambampanday; Turkish: yalancı şahitlik, yalancı tanıklık; Ukrainian: лжесві́дчення, кривосві́дчення