ψιλοφαδιάζω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

Ν
υφαίνω με ψιλό υφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + υφάδι + κατάλ. -άζω].