ψιλωτής

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλωτής Medium diacritics: ψιλωτής Low diacritics: ψιλωτής Capitals: ΨΙΛΩΤΗΣ
Transliteration A: psilōtḗs Transliteration B: psilōtēs Transliteration C: psilotis Beta Code: yilwth/s

English (LSJ)

ψιλωτοῦ, ὁ, one who writes or pronounces with the spiritus lenis, or litterae tenues, Tz.H.11.52.

German (Pape)

[Seite 1400] ὁ, 1) der entblößt, beraubt, bes. der von Haaren entblößt, kahl macht, od. der der Waffen beraubt. – 2) der mit dem spiritus lenis ausspricht, schreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος ψιλῷ πνεύματι ἢ γράμματι ἐν τῷ γράφειν τι, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 52.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ ψιλῶ
αυτός που αποψιλώνει
νεοελλ.
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων
β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
μσν.
γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)
β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό σύμφωνο, λ.χ. με κ αντί του χ («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ σπανιάκις Ἀττικοὶ ψιλοῦσι καὶ δασέα», Τζέτζ.).