ψιλόφλουδος

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -φλουδος (< φλούδα)].