двуглавый
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Russian > Greek
ἀμφικέφαλος, ἀμφίκρανος, ἀμφίκρηνος, δικόρυφος, δικάρανος, δικάρηνος
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
ἀμφικέφαλος, ἀμφίκρανος, ἀμφίκρηνος, δικόρυφος, δικάρανος, δικάρηνος