ἀθόλωτος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἀθόλωτον, untroubled, of water, Hes.Op.595; of pure air, Luc. Trag.62: metaph., λόγος Them. Or.19.232d; ἀ. τὴν αἰδῶ φυλάττειν Just.Nov.78.2.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. tard. ἀθώλοτος Cyr.Al.M.69.748A
1 claro, no turbio, puro κρήνη Hes.Op.595, αὔρα πνεύματος Luc.Trag.62, οἶνος Gp.7.7.1, ὕδωρ Gp.15.2.2
•fig. λόγος Them.Or.19.232d, αἰδώς Iust.Nou.78.2.1
•de Cristo en el vientre materno, Eus.DE 10.8, de la Virgen, Eust.Ant.Laz.24
•en un himno maniqueo ὑμνῶ σε ... πάτερ, ἡ ἀ. κατάστασις PKell.G.92.2 (IV d.C.).
2 adv. ἀθολώτως = claramente, sin turbación, ἀθολώτως προσομιλεῖν τῷ θεῷ Gr.Naz.M.35.1237A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non troublé, limpide.
Étymologie: ἀ, θολόω.
German (Pape)
ungetrübt, κρήνη Hes. O. 597; αὔρα Luc. Tragod. 62.
Russian (Dvoretsky)
ἀθόλωτος: незагрязненный, чистый (κρήνη Hes., Plut.; αὔρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθόλωτος: -ον, μὴ τεταραγμένος, τεθολωμένος, ἐπὶ ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 593· ἐπὶ καθαροῦ ἀέρος, Λουκ. Τραγ. 62.
Greek Monotonic
ἀθόλωτος: -ον (θολόω), μη ταραγμένος, μη θολωμένος, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
θολόω
untroubled, of water, Hes.