ἀκηχέδαται
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἀκηχέμενος, v. sub ἀχέω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἄχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηχέδαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ἀκαχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηχέδαται: ἀκηχέμενος, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.
English (Autenrieth)
see ἀκαχίζω.
Greek Monotonic
ἀκηχέδαται: ή -έαται, Επικ. αντί ἠκάχηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀχέω· ἀκηχεμένος, αντί ἀκαχήμενος, Επικ. μτχ.