ἀκρογένειος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἀκρογένειον, with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.
Spanish (DGE)
-ον con prognatismo Arist.Phgn.812b24.
German (Pape)
[Seite 83] mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρογένειος: с выдающимся вперед или острым подбородком Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρογένειος: -ον, ὁ ἔχων τὸ γένειον, δηλ. τὸ «πηγοῦνι», προτεταμένον ἢ ὀξύ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 40.
Greek Monolingual
ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].