ἀληθινόπινος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
(-πειν- Pap.), ον, with genuine patina, ἐνώτια CPR 22.6 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -πεινος
que es de perlas auténticas ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas, PFam.Teb.21.19, cf. Stud.Pal.20.7.6 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
ἀληθινόπινος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»].