ἀναμινυρίζω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
sing languishingly, Protagorid.2.
Spanish (DGE)
entonar τῷ ... μοναύλῳ τὰς ἡδίστας ἁρμονίας Protagorid.2a.
German (Pape)
[Seite 198] vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμινῠρίζω: ἄδω ἀσθενῶς, μετὰ χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.
Greek Monolingual
ἀναμινυρίζω (ΑΜ)
τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»].