ἀναπλοκή

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλοκή Medium diacritics: ἀναπλοκή Low diacritics: αναπλοκή Capitals: ΑΝΑΠΛΟΚΗ
Transliteration A: anaplokḗ Transliteration B: anaplokē Transliteration C: anaploki Beta Code: a)naplokh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀναπλέκω)
A a braiding, χαίτης Philostr.VA6.10.
II in Music, progression of notes ascending in the scale, opp. καταπλοκή, Ptol.Harm.2.12.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 trenza χαίτης Philostr.VA 6.10.
2 mús. escala ascendente Ptol.Harm.67.7.

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, die musikalische Verbindung aufwärts gehender Töne, Music., Gegensatz καταπλοκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλοκή: ἡ, (ἀναπλέκω) πλοκή, πλέξιμον, χαίτης Φιλόστρ. 240. ΙΙ. συνδυασμὸς τόνων ἀνιόντων ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ καταπλοκή, «ἀναπλοκῆς… καὶ ὅλως διὰ τῶν ὑπερβατῶν φθόγγων συμπλωκῆς» Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12.

Greek Monolingual

η (Α ἀναπλοκή) ἀναπλέκω
1. πλοκή, πλέξιμο
2. (στη Μουσ.) συνδυασμός, αλληλουχία ανιόντων τόνων στη μουσική κλίμακα.