ἀναπλοκή
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ἡ, (ἀναπλέκω)
A a braiding, χαίτης Philostr.VA6.10.
II in Music, progression of notes ascending in the scale, opp. καταπλοκή, Ptol.Harm.2.12.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 trenza χαίτης Philostr.VA 6.10.
2 mús. escala ascendente Ptol.Harm.67.7.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, die musikalische Verbindung aufwärts gehender Töne, Music., Gegensatz καταπλοκή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλοκή: ἡ, (ἀναπλέκω) πλοκή, πλέξιμον, χαίτης Φιλόστρ. 240. ΙΙ. συνδυασμὸς τόνων ἀνιόντων ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ καταπλοκή, «ἀναπλοκῆς… καὶ ὅλως διὰ τῶν ὑπερβατῶν φθόγγων συμπλωκῆς» Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12.
Greek Monolingual
η (Α ἀναπλοκή) ἀναπλέκω
1. πλοκή, πλέξιμο
2. (στη Μουσ.) συνδυασμός, αλληλουχία ανιόντων τόνων στη μουσική κλίμακα.