ἀντίλημψις
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
v. ἀντίληψις.
Chinese
原文音譯:¢nt⋯lhyij 安提-累普西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:交換-得著著
字義溯源:救濟,資助,協助,幫助人的;源自 (ἀντιλαμβάνω)=援助;由 (ἀντί)*=相對,代替,交換) 與 (λαμβάνω)*=拿,取) 組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 幫助人的(1) 林前12:28
French (New Testament)
έως (ἡ) postér. c. ἀντίληψις