ἀπολογέομαι

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογέομαι Medium diacritics: ἀπολογέομαι Low diacritics: απολογέομαι Capitals: ΑΠΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apologéomai Transliteration B: apologeomai Transliteration C: apologeomai Beta Code: a)pologe/omai

English (LSJ)

aor.
A ἀπελογησάμην E.Ba.41, Antipho 5.13, but f.l. in Pl.Sph.261c, X.An.5.6.3; also aor. Pass. ἀπελογήθην Antipho 2.3.1, al., Alex.12 (prob. suprious in X.HG1.4.13): pf. ἀπολελόγημαι And.1.33, Isoc.12.218 (in pass. sense, Pl.R. 607b):—speak in defence, defend oneself, opp. κατηγορεῖν, περί τινος about a thing, Antipho 5.7, Th.1.72; πρὸς τὴν μαρτυρίαν in reference or answer to the evidence, Antipho 2.4.3, cf. Th.6.29; πρός τινας before.., Eup.357, cf. Plb. 22.6.4: later, c. dat., κατηγορίαις Plu. Them.23; ἀπολογέομαι ὑπέρ τινος speak in another's behalf, Hdt.7.161, E.Ba.41, Pl.R. 488a, etc.; ἀπολογέομαι ὑπέρ τινος speak in support of a fact, Antipho 3.2.1; ὑπὲρ τῆς ἀδικίας Pl. Grg.480b; πρὸς Μέλητον in answer to him, Id.Ap.24b: abs., παρὼν ἀ. Hdt.6.136, Ar.Th.188; ὁ ἀπολογούμενος the defendant, Id.V.778, And.1.6.
2 c. acc. rei, defend oneself against, ἀπολογέομαι τὰς διαβολάς Th. 8.109; τὰς πράξεις defend what one has done, Aeschin.1.92.
3 ἀπολογέομαι τι ἔς τι allege in one's defence against a charge, Th.3.63; ἀπολογέομαι πρὸς τὰ κατηγορημένα μηδέν Lys.12.38; τί ποτε ἀπολογήσεσθαι μέλλει μοι; Antipho 1.7 codd.; ταῦτα ἀπολογέομαι ὡς.. Pl.Phd. 69d; ἔργοις καλλίστοις ἀπολογέομαι ὡς.. Lys.2.65; ἀπολογέομαι ὅτι οὐδένα ἀδικῶ X.Oec.11.22; ἀπολογέομαι ἀπολογίαν Luc. Hes.6.
4 ἀπολογέομαι δίκην θανάτου speak against sentence of death passing on one, Th.8.68.—Prose word, used once in Trag., v. supr.—The Prep. ἀπό implies the removal of a charge.

Spanish (DGE)

I 1defenderse de o ante c. ac. de cosas o pers. ajenas, hostiles, etc. τὰς διαβολάς Th.8.109, c. dat. διὰ γραμμάτων ... ταῖς προτέραις κατηγορίαις Plu.Them.23
gener. defenderse o hacer una defensa c. giros preposicionales πρὸς ὑμᾶς Eup.392.2, πρὸς ἐμέ Antipho 1.7, πρὸς Μέλητον Pl.Ap.24b, πρὸς ἅπαντας τοὺς κατηγορήσαντας Plb.22.6.5, πρὸς τὰ κατηγορημένα Lys.12.38, πρὸς τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀκολούθου Antipho 2.4.3, πρὸς ἕνα λόγον frente a un ataque Antipho 3.3.2, περὶ τούτων And.Myst.33, Is.5.5, cf. Isoc.12.218, περὶ τῆς γεγενημένης δίκης D.29.2, ὑπὲρ ἐμαυτοῦ Pl.Ap.30d, cf. R.488a, ὑπὲρ τῆς ἀδικίας de la acusación de injusticia Pl.Grg.480b, ὑπὲρ πραγμάτων ὧν ἐγώ χαλεπῶς τὴν ἀκριβείαν ἔγνων Antipho 3.2.1, ὑπὲρ ἀμφοτέρων Hdt.7.161, Σεμέλης ... ὕπερ E.Ba.41, ὑπὲρ ὧν ἐγκαλοῦσιν ἡμῖν Plu.2.1060a, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ... en favor del mismo, en el sentido de que ... Luc.Prom.4.
2 defenderse, exculpar c. ac. que no indica hostilidad ἀπολογούμενον τὰς πρὸς Λεωδάμαντα πράξεις tratando de exculpar su conducta con Leodamante Aeschin.1.70
c. ac. int. δίκην ἀ. hacer la propia defensa en un juicio Th.8.68, Plu.2.784d, εὐθυδικίαν D.34.4, τῇ αἰτίᾳ ἀπολογίαν ἀπολογήσασθαι hacer la propia defensa frente a la acusación Luc.Hes.6, ἐς τὸν μηδισμὸν τοσαῦτα ἀπολογούμεθα éstos son nuestros alegatos frente a la acusación de medismo Th.3.63, τί ποτε ἀπολογήσεται μέλει μοι Antipho 1.8, ὁ τὰ τοιαῦτα ἀπολογούμενος Anaximen.Rh.1427a15, ταῦτ' ... ἀπολογοῦμαι, ὡς ... alego esto en mi defensa, que ... Pl.Phd.69d, en v. pas. ταῦτα ... ἀπολελογήσθω ἡμῖν sean defendidas estas cosas por nosotros Pl.R.607b, ταῦθ' ὁ πατὴρ ὁ σὸς ὑπὲρ ἐμοῦ ἀπολογείσθω Philostr.VA 8.7, cf. Alex.12
abs. Hdt.6.136, Ar.Th.188, Plu.2.29b, Arr.Epict.3.18.6, 8
en part. subst. ὁ ἀπολογούμενος el defensor op. ὁ κατήγορος Ar.V.778, And.Myst.6, Anaximen.Rh.1427a24.
II fig. pagar τῷδε ... ὑπ' ὅρκου αὐτὰ πάντα PLond.1836.8 (IV d.C.)
abonar en cuenta δύο νο[μίσματα] ... εἰς τὸ χρέος [τῶν ὀ] κτὼ νομισμάτων PMasp.156.25 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 312] dep. med., aor. pass. ἀπελογήθην statt ἀπελογησάμην Antiph. II γ 1 δ 3 III γ 2; Alex. bei B. A. p. 82; perf. ἀπολελογῆσθαι Andoc. 1, 33 in der Bdtg des med., wie ἀπολελογημένος Isocr. 12, 218; aber ταῦτα ἡμῖν ἀπολελογήσθω pass., es sei zur Rechtfertigung gesagt, Plat. Rep. X, 607 b; (sich ab-, lossprechen,) sich vertheidigen, entschuldigen, abs., Her. 6, 136 u. sonst; ὑπὲρ ἑαυτοῦ Plat. Apol. 30 d; ὑπὲρ ἀδικίας Gorg. 480 b u. öfter; περί τινος Thuc. 1. 72; Xen. Cyr. 2, 2, 13; πρός τι, gegen etwas, Plat. Phaed. 63 b u. Folgde, z. B. Aesch. 2, 1; πρὸς τοὺς κατηγοροῦντας Pol. 23, 6; ἔργοις Lys. 2, 65; ταῖς προτέραις κατηγορίαις, gegen die Anklagen, Plut. Them. 23; τί Plat. Gorg. 521 e; ταῦτα – ὡς Phaed. 69 d; ἔχων, ὅ, τι ἀπολογήσεται Dem. 19, 213, zu seiner Vertheidigung anführen; vgl. Thuc. 3, 62; sonst folgt ὡς, ὅτι. – Aber auch ἀπολ. τὰς διαβολάς, sich gegen die Verleumdungen vertheidigen, Thuc. 8, 109; θανάτου δίκην 8, 68; Plut. Pericl. 37; αὶτίας D. Hal. – Auch für einen Andern die Vertheidigung führen, ὑπέρ τινος Eur. Bacch. 41; τινὶ ὑπέρ τινος, bei Jem. für Einen, Her. 7, 161; ὃς αὐτῷ ἀπολογήσεται Lys. 26, 21.

French (Bailly abrégé)

ἀπολογοῦμαι;
f. ἀπολογήσομαι, ao. ἀπελογησάμην, pf. ἀπολελόγημαι;
1 plaider pour soi, se défendre ; ὁ ἀπολογούμενος le défendeur ; ἀπ. ὑπὲρ ἑαυτοῦ PLAT plaider pour soi-même ; ἀπ. πρός τινα répondre aux accusations de qqn ; ἀπ. πρός τι ou περί τινος se défendre contre une accusation ou au sujet d'une accusation ; postér. avec τινι, κατηγορίαις PLUT se défendre contre des accusations ; ἀπ. τι alléguer qch ; ἀπ. ὡς alléguer que ; ἀπ. τὰς διαβολάς THC réfuter les accusations;
2 plaider pour un autre : τινι ὑπέρ τινος contre qqn pour une autre personne.
Étymologie: ἀπόλογος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολογέομαι:
1 защищаться, оправдываться (πρός τινα Plat., πρός τι Thuc. и περί τινος Thuc., Xen.): ὁ ἀπολογούμενος Arph. ответчик; ἀ. ταῖς κατηγορίαις Plut. защищаться против обвинений;
2 приводить в свое оправдание (τι Thuc., Xen., Plat.): ταῦτα ἡμῖν ἀπολελογήσθω Plat. пусть это будет сказано в наше оправдание;
3 оспаривать, опровергать (τὰς διαβολάς Thuc.);
4 выступать в защиту (ὑπέρ τινος Her., Eur., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἀπελογησάμην Εὐρ. Βάκχ. 41, Ἀντιφῶν 131, 2. Πλάτ., Ξεν.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀόρ. παθ. ἀπελογήθην Ἀντιφῶν 118. 6., 122. 35., 127. 16, Ἄλεξ. ἐν «Ἀμπελουργῷ» 2 (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 13 τὸ ἀπελογήθη δὲν φαίνεται γνήσιον): πρκμ. ἀπολελόγημαι Ἀνδοκ. 5. 30, Ἰσοκρ. 278C (μετὰ παθ. σημασίας ἐν Πλάτ. Πολ. 607Β): - Ἀποθ., ἀποκρούω κατηγορίαν, δικαιολογῶ, ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατηγορῶ, περί τινος Ἀντιφῶν 130. 10, Θουκ. 1. 72· πρός τι Ἀντιφῶν 119. 30, Θουκ. 6. 29· ἀπ. πρός τινας, ἐνώπιόν τινων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1· - μεταγεν. μετὰ δοτ., κατηγορίαις Πλουτ. Θεμ. 23: - ἀλλ’ ἀπ. ὑπέρ τινος, ὁμιλῶ, δίδω ἀπάντησιν ὑπέρ τινος, Ἡρόδ. 7. 161, Εὐρ. Βάκχ. 41, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως ἀπολογεῖσθαι ὑπέρ τινος, ὁμιλῶ ὑποστηρίζων γεγονός τι, Ἀντιφῶν 121, 1β, Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρὸς δὲ Μέλητον... πειράσομαι ἀπολογεῖσθαι, θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπαντήσω, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β: - ἀπολ., Ἡρόδ. 6. 136, Ἀριστοφ. Θεσμ. 188· ὁ ἀπολογούμενος, ὁ κατηγορούμενος, Ἀριστοφ. Σφ. 778, Ἀνδοκ. 1, 29. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἐγκλήματος, ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐναντίον τινός, ἐξηγοῦμαι, δικαιολογῶ, ὅπως… τὰς διαβολὰς... εύπρεπέστατα ἀπολογήσηται (ὁ Cobet διορθοῖ ἀπολύσεται) Θουκ. 8. 109· ἀπ. πρᾶξιν, ὑπερασπίζειν, Αἰσχίν. 10. 28: - ἀλλά, 3) ἀπολογοῦμαι εἰς ὡρισμένον μέρος κατηγορίας, καὶ τὰ μὲν ἐς τὸν μηδισμὸν τοσαῦτα ἀπολογούμεθα Θουκ. 3. 62· ἀπ. πρὸς τὰ κατηγορημένα μηδὲν Λυσίας 123. 37· ὡσαύτως, τί ποτε ἀπολογήσεσθαι μέλλει μοι; Ἀντιφῶν 112. 19· ταῦτα ἀπ. ὡς..., Πλάτ. Φαίδων 69Δ, πρβλ. Λυσίαν 196. 35· οὕτως ἀπ. ὅτι οὐδὲνα ἀδικῶ Ξεν. Οἰκ. 11. 22· ἀπ. ἀπολογίαν Λουκ. Ἡσ. 6. 4) ἀπ. δίκην θανάτου, ὁμιλῶ ἐναντίον τῆς εἰς θάνατον καταδίκης τινός, Θουκ. 8. 68. ― Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀπαντῶσα ἅπαξ μόνον παρὰ τραγ., ἴδε ἀνωτέρω. ― Ἡ πρόθεσις ἀπὸ ἔχει ἐνταῦθα τὴν αὐτὴν δύναμιν, ἣν καὶ ἐν τοῖς ἀποδιαιτάω, ἀποψηφίζομαι, καὶ ὑποδηλοῖ τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῆς κατηγορίας.

English (Strong)

middle voice from a compound of ἀπό and λόγος; to give an account (legal plea) of oneself, i.e. exculpate (self): answer (for self), make defence, excuse (self), speak for self.

English (Thayer)

ἀπολογοῦμαι; imperfect ἀπελογουμην (ἀπελογησαμην; 1st aorist passive infinitive ἀπολογηθῆναι, in a reflexive sense (λόγος), properly, "to speak so as to absolve (ἀπό) oneself, talk oneself off" of a charge etc.;
1. to defend oneself, make one's defense: absolutely, ὅτι, τί, to bring forward something in defense of oneself, τά περί ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι either I bring forward what contributes to my defense (?), or I plead my own cause (R. V. make my defense), περί with the genitive of the thing and ἐπί with the genitive of person, concerning a thing before one's tribunal, to defend or justify myself in one's eyes (A. V. unto), Plato, Prot., p. 859a.; often in Lucian, Plutarch; (cf. Buttmann, 172 (149))).
2. to defend a person or a thing (so not infrequent in secular authors): τά περί ἐμοῦ, Acts 26:2 (but see under 1).

Greek Monotonic

ἀπολογέομαι: μέλ. -ήσομαι — Μέσ. αόρ. αʹ -ελογησάμην και Παθ. -ελογήθην, παρακ. -λελόγημαι· (ἀπό, λόγος)· αποθ.·
1. αποκρούω κατηγορία, μιλώ για να υπερασπιστώ κάποιον, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, περί τινος, σχετικά με κάποια υπόθεση· πρός τι ή τινα, ενώπιον κάποιων, σε απάντηση προς..., σε Θουκ., Πλάτ.· ἀπολογέομαι ὑπέρ τινος, μιλώ εκ μέρους κάποιου υποστηρίζοντάς τον, σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.· ὁἀπολογούμενος, ο κατηγορούμενος, σε Αριστοφ.
2. με αιτ., υπερασπίζω τον εαυτό μου εναντίον μιας κατηγορίας, εξηγούμαι, δικαιολογούμαι, σε Θουκ., Αισχίν.
3. ἀπολογέομαί τι ἔς τι, καταθέτω τεκμήρια για την υπεράσπιση κάποιου έναντι μιας κατηγορίας, σε Θουκ., Πλάτ.
4. ἀπολογέομαι δίκην θανάτου, μιλώ εναντίον της θανατικής ποινής που έχει επιβληθεί σε κάποιον, σε Θουκ.

Middle Liddell

[ἀπό, λόγος
1. to speak in defence, defend oneself, περί τινος about a thing, πρός τι or τινα in answer to.., Thuc., Plat.; ἀπ. ὑπέρ τινος to speak in another's behalf, Hdt.:—absol., Plat.; ὁ ἀπολογούμενος the defendant, Ar.
2. c. acc. criminis, to defend oneself against a thing, explain, excuse, Thuc., Aeschin.
3. ἀπ. τι ἔς τι to allege in one's defence against a charge, Thuc., Plat.
4. ἀπ. δίκην θανάτου to speak against sentence of death being passed on one, Thuc.

Chinese

原文音譯:¢pologšomai 阿坡-羅給哦買
詞類次數:動詞(10)
原文字根:從-放置(說)
字義溯源:分訴,為自己辯護,以為是;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λόγος)=話)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(10);路(2);徒(6);羅(1);林後(1)
譯字彙編
1) 分訴(7) 路12:11; 徒19:33; 徒25:8; 徒26:1; 徒26:2; 徒26:24; 羅2:15;
2) 我們⋯分訴(1) 林後12:19;
3) 去分訴(1) 路21:14;
4) 我⋯分訴(1) 徒24:10

Lexicon Thucydideum

excusare se, to excuse oneself, 1.72.1, 3.62.6, 5.21.3. 5.44.3, 6.29.1, 6.61.5. 8.68.2, 8.85.2, 8.92.6. 8.109.1, [in multis codd. additur in many manuscripts is added ἀπώσηται]