ἀργολογέω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀργολογέω: λέγω ἀνόητα καὶ μάταια, Βασίλ. ΙΙΙ. 1305D, Γρηγ. Νύσσ. Ι. 272D, καὶ ἄλλοι.
Spanish (DGE)
hablar en vano, charlatanear ἥτις οὐκ οἶδε ποτὲ ἀργολογεῖν (de las Sagradas Escrituras), Basil.M.30.29B, ἐν καιρῷ ψαλμωδίας σιγᾷ ἢ τῷ πλησίον ἀργολογεῖ Ephr.Syr.1.72D, cf. 2.171B, Basil.M.31.1305D, Dor.Ab.Doct.4.53, Cyr.S.V.Euthym.4 (p.12.6).