ἀρχέστατος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
irreg. Sup. of ἀρχαῖος, most ancient, A.Fr.187.
Spanish (DGE)
v. ἀρχαῖος.
German (Pape)
[Seite 365] Aesch. frg. 173, der älteste.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέστατος: Aesch. superl. к ἀρχαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέστατος: λέγεται ὅτι ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ἀρχαῖος, ἀρχαιότατος, Ἐτυμ. Μ. 31, 5· (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 186)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. ἐν Παραλειπ. 81 ἀντ’ αὐτοῦ προτείνει ἀρχέστρατος (τῆς Κρήτης), πρβλ. Ὀδ. Τ. 181, κἑξ.· ἴδε καὶ τὴν λέξιν ἀρχαῖος IV.
Greek Monolingual
ἀρχέστατος, ο (Α)
ο πάρα πολύ αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -στατος < ίστημι].