ἀϊκτήρ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾱ], -ῆρος, ὁ, (ἀΐσσω) swift-rushing, darting, σκορπίος Opp. H.1.171; ἀστέρες Nonn. D. 2.192.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾱ-]
ict. que se alza o lanza rápidamente
1 σκορπίος cabracho, Scorpaena scrofa L., Opp.H.1.171.
2 κάραβος langosta, Palinurus vulgaris Opp.H.2.254, ἀστέρες Nonn.D.2.192.
• Etimología: Cf. ᾄσσω.
German (Pape)
[Seite 55] ὁ, Angreifer, Opp. H. 1, 171. 2, 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊκτήρ: [ᾱ], -ῆρος, ὁ, (ἀΐσσω) ὁ ὁρμητικῶς φερόμενος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 171.