Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
[Seite 96] salzig, Theophr., od. ἁλυκώδης
ἁλικώδης: ἀδόκιμος τύπος τοῦ ἁλυκώδης, Θεοφρ. Ἱ.Φ. 9.11, 2.