ἁλικώδης

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

German (Pape)

[Seite 96] salzig, Theophr., od. ἁλυκώδης

Greek (Liddell-Scott)

ἁλικώδης: ἀδόκιμος τύπος τοῦ ἁλυκώδης, Θεοφρ. Ἱ.Φ. 9.11, 2.