ἄλοπος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ἄλοπον, (λέπω) not scutched, ἀμοργίς Ar.Lys.736: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).
Spanish (DGE)
-ον
no agramado c. alusión obs. ἀμοργίς Ar.Lys.736
•subst. τὰ ἀ. lino sin agramar, PTeb.120.16 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 109] ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.
Russian (Dvoretsky)
ἄλοπος: неочищенный, нетрепанный (ἀμοργίς Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοπος: -ον, (λέπω) ἀλέπιστος, ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. ἀλέπιστος.
Greek Monolingual
ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).