Ἀργολὶς

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek (Liddell-Scott)

Ἀργολὶς: (ἐξυπακουομ. γῆ), ίδος, ἡ, ἡ παραλία πεδιὰς τοῦ Ἄργους παρὰ τὸν Ἀργολικὸν κόλπον, ἥν πρότερον ἐκάλουν Ἄργος ἢ Ἀργείαν, ἐν γένει πᾶσα ἡ χώρα τοῦ Ἄργους, τὰς γὰρ Θυρέας ταύτας, ἐούσας τῆς Ἀργολίδος μοίρης… ἔσχον οἱ Λακεδαιμόνιοι Ἡρόδ. 1. 82, κλ. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ, ἡ, ἐκ τῆς Ἀργολίδος, Ἀργολικός, ἐσθὴς Αἰσχύλ. Ἱκ. 236· μεταγεν. Ἀργολικός, ή, όν, Πλουτ. Ρωμ. 21. -Ἐπίρρ, -κῶς Εὐστ. 722. 63.