ἐκπωτάομαι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
poet. for ἐκποτάομαι, aor.I ἐξεπωτήθη Babr.12.1.
Spanish (DGE)
irse volando ἀγροῦ χελιδὼν ... ἐξεπωτήθη Babr.12.1, cf. Eust.1188.33.
German (Pape)
[Seite 777] = ἐκποτάομαι, Eustath.; ἐξεπωτήθη Babr. 12, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. ἐξεπωτήθην;
c. ἐκποτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπωτάομαι: Babr. = ἐκποτάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπωτάομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκποτάομαι, Βαβρ. 12. 1.
Greek Monotonic
ἐκπωτάομαι: ποιητ. αντί ἐκποτάομαι, σε Βάβρ.
Middle Liddell
poet. for ἐκποτάομαι, Babr.]