ἐκτεφρόομαι

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Spanish (DGE)

reducirse a cenizas τὸ δ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς Timae.58, cf. Plu.2.696b, οὕτως γὰρ οὐκ ἐκτεφροῦται (λίβανος) Dsc.1.68.4, fig., de la bilis, Alex.Trall.1.419.23
fig. τοὺς θεωνύμους ὅλους de Luciano App.Anth.3.224.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτεφρόομαι: превращаться в пепел Plut.