ἐπιδιδάσκω
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
teach besides, X.Cyr.1.3.17, Oec.10.10, Sammelb. 5656.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 938] (s. διδάσκω), noch dazu belehren, Xen. Cyr. 1, 3, 17 Oec. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
enseigner en outre.
Étymologie: ἐπί, διδάσκω.
Greek Monolingual
ἐπιδιδάσκω (Α)
διδάσκω επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπιδῐδάσκω: μέλ. -ξω, διδάσκω συμπληρωματικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιδάσκω: (также или сверх того) обучать, научать (τινά Xen.).