ἐπιρρητορεύω

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρητορεύω Medium diacritics: ἐπιρρητορεύω Low diacritics: επιρρητορεύω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: epirrētoreúō Transliteration B: epirrētoreuō Transliteration C: epirritoreyo Beta Code: e)pirrhtoreu/w

English (LSJ)

A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8.
II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.

French (Bailly abrégé)

débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.

German (Pape)

als Redner, in der Rede hinzufügen, οἴκτους ἐπιλογικούς Ath. XIII.590e; bes. mit dem Nebenbegriff schwatzen, Redensarten machen, τοσαῦτά τινι Luc. hist. scrib. 26; κατά τινος, Achill.Tat. 8.8.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρητορεύω: ораторствовать, декламировать, разглагольствовать (τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.

Greek Monolingual

ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.

Greek Monotonic

ἐπιρρητορεύω: μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to declaim over, τί τινι Luc.