ἐρίσδεν
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
German (Pape)
[Seite 1030] od. ἐρίσδειν, = ἐρίζειν, Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίσδεν: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐρίζειν, Θεόκρ. 4. 8., 5. 136.
Greek Monotonic
ἐρίσδεν: Δωρ. αντί ἐρίζειν· ἐρίσδομες αντί ἐρίζομεν.