ἐρίσδεν

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

German (Pape)

[Seite 1030] od. ἐρίσδειν, = ἐρίζειν, Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσδεν: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐρίζειν, Θεόκρ. 4. 8., 5. 136.

Greek Monotonic

ἐρίσδεν: Δωρ. αντί ἐρίζειν· ἐρίσδομες αντί ἐρίζομεν.