ἐχετλήεις

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχετλήεις Medium diacritics: ἐχετλήεις Low diacritics: εχετλήεις Capitals: ΕΧΕΤΛΗΕΙΣ
Transliteration A: echetlḗeis Transliteration B: echetlēeis Transliteration C: echetlieis Beta Code: e)xetlh/eis

English (LSJ)

ἐχετλήεσσα, ἐχετλήεν, of a plow handle (ἐχέτλη), γόμφος AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.

Russian (Dvoretsky)

ἐχετλήεις: ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) (γόμφος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.

Greek Monolingual

ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐχετλήεις, εσσα, εν
of or belonging to a plough handle, Anth.