ἔθρισα

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monotonic

ἔθρῐσα: ποιητ. αντί ἐθέρισα, αόρ. αʹ του θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἔθρῐσα: (= ἐθέρισα) Aesch. aor. к θερίζω.