ἔμψυχος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ἔμψυχον,
A having life in one, animate, opp. ἄψυχος, Hdt.1.140, al., Simon. 106.4, S.OC 1486, E.Alc.139, Pl.Phdr.245e, al.; ἔμψυχος νεκρός 'a breathing corpse', S.Ant.1167; γῦπες ἔ. τάφοι Gorg.Fr.5aD.; μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον = not killing that which has life, of Empedocles, Arist.Rh.1373b14, cf. E.Fr.472.18 (anap.); ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Alex.27.2, cf. 220.3; δοῦλος ἔμψυχον ὄργανον Arist.EN1161b4; εἶναι τὸν βασιλέα ἔμψυχον νόμον Ph.2.135, cf. Diotog. ap. Stob.4.7.61; ἔμψυχα, τά, animals, Th.7.29, PGiss.40 ii 22 (iii A. D.): Sup., ὅσα ἐμψυχότατα.. ἦν most full of vital fluid, Pl.Ti.74e.
2 of diction, animated, vivid, λέξεις Arist.Fr.129 Bonitz, cf. Luc.Dem.Enc.14; so ἔμψυχον ἄγαλμα AP12.56 (Mel.); πάθη Longin.34.4: Comp., ἡ ἀληθὴς εὐφημία ἐμψυχοτέρα τῶν Δαιδάλου ἔργων Them.Or.28.342d. Adv. ἐμψύχως = actively, with spirit Plu.2.79of: Sup. ἐμψυχότατα Herm.in Phdr.p.61A.
Spanish (DGE)
(ἔμψῡχος) ἔμψυχον
I 1dotado de vida, animado, vivo ref. pers. y anim. εἴπερ ἔ. γ' ἐγώ S.El.1221, εἰ δ' ἔτ' ἐστὶν ἔ. γυνή E.Alc.139, σῶμα Pl.Phdr.245e, ὅσα μὲν οὖν ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν ἦν Pl.Ti.74e, frec. en prescripciones relig. ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140, cf. Arist.Rh.1373b14, Sokolowski 2.116.7 (Cirene II a.C.) τήν τ' ἐμψύχων βρῶσιν ἐδεστῶν πεφύλαγμαι E.Fr.472.18, cf. Alex.27.2
•subst. τὸ ἔμψυχον = ser vivo, esp. animal παῖδας καὶ γυναῖκας κτείνοντες ... καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψυχα ἴδοιεν Th.7.29, cf. Arist.GA 731b29, PGiss.40.2.22 (III d.C.), τὰ ἔμψυχα, τὰ τετράποδα τε καὶ τὰ πετεινά Hdt.3.106, ἀφ' ἑαυτῶν κινεῖται τὰ ἔμψυχα Chrysipp.Stoic.2.288.1, ἀπέχεται βασιλεὺς τῶν ἐμψύχων el rey se abstiene de (matar, e.d. comer) seres vivos Asoka Edict.6, cf. PMag.4.735, Hegesippus Fr. en Eus.HE 2.23.5.
2 vivo, viviente de seres inanimados o inertes en aposición o uso pred. c. animados ἔμψυχος νεκρός = cadáver viviente de Creonte, S.Ant.1167, πῦρ θηρίον ... ἔμψυχον el fuego, bestia viviente Hdt.3.16, τόνδε τὸν κόσμον ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti.30b, cf. Chrys.M.48.975, γῦπες ἔμψυχοι τάφοι buitres, sepulcros vivientes Gorg.B 5a, δοῦλος ἔμψυχον ὄργανον Arist.EN 1161b4, βασιλεὺς ἔμψυχος νόμος Ph.2.135, εἶπε τὴν ἐπιτίμησιν τοῖς ἀνθρώποις ἔμψυχον μάστιγα dijo que el reproche es un látigo vivo para los hombres Demad.41, ἄγαλμα AP 12.56 (Mel.), ἔμψυχος σοφία = sabiduría viva de Dios, Origenes Io.1.19.
3 de abstr. vital, vitalista ἔμψυχος διάθεσις = disposición vitalista Plu.2.138f.
4 ret. animado, vívido λόγος Pl.Phdr.276a, cf. Alcid.1.28, Luc.Dem.Enc.14, Hermog.Id.2.7 (p.352), op. ἄψυχος Arist.Rh.1411b32, λέξεις Sch.Er.Il.1.303, de una carta, op. ἐνυφαντός ‘elaborado’, Theoc.15.83, πρόσωπον A.D.Synt.280.15, ἔμψυχα πάθη pasiones vívidas Longin.34.4, ἡ ἀληθὴς εὐφημία ... τῶν Δαιδάλου ἔργων ἐμψυχοτέρα Them.Or.28.342d, del orador, op. ἀφελής Men.Rh.336, sup. τὰ ἐμψυχότατα μέρη τοῦ λόγου δύο εἶναι, ὄνομα καὶ ῥῆμα A.D.Synt.19.2
•neutr. plu. sup. como adv. ἱκανῶς ἐνδείκνυται καὶ ἔμψυχότατα Herm.in Phdr.61.
II adv. ἐμψύχως = naturalmente, espontáneamente νέος ἔργοις ἅμα καὶ λόγοις πλαττόμενος ἐμψύχως Plu.2.790f, ἐ. λέγειν Hermog.Id.2.7 (p.359).
German (Pape)
[Seite 821] 1) beseelt, belebt; Soph. El. 1212; νεκρός Ant. 1152; noch am Leben, Eur. Alc. 140; von lebenden Wesen; Her. 2, 39, wie Plat. Legg. VI, 782 c, ἐμψύχων πάντων ἀπέχεσθαι u. ἐδωδὴ ἔμ., Pythagoreer; vgl. Ath. IV, 161 a IX, 386 c; καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψ. ἴδοιεν Thuc. 7, 29; Gegensatz ἄψυχον, Plat. Phaedr. 245 e; auch δυνάμεις, πράξεις, Legg. X, 904 a 906 b; ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν Tim. 74 e. Von der Rede, lebhaft, Luc. Dem. enc. 14; Plat. Auch ἄγαλμα, das zu leben scheint, Mel. 11 (XII, 56). – 2) kalt, Democr. bei Theophr. – Adv., πλαττόμενον ἐμψύχως Plut. an seni 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le souffle en soi, qui respire, animé, vivant.
Étymologie: ἐν, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
ἔμψῡχος: ψυχή
1 одушевленный, живой Her., Arst., Plut.: εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἐστὶν ἔ., εἰδέναι βουλοίμεθ᾽ ἂν Eur. мы хотели бы (у)знать, жив ли он еще; ἔ. νεκρός перен. Soph. живой труп;
2 перен. воодушевленный (λέξεις Arst.; λόγος Plut.).
ψῦχος холодный Democr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμψῡχος: -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ ἄψυχος, Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, ζωηρός, σθεναρός, λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· οὕτως, ἔμψ. ἄγαλμα Ἀνθ. Π. 12. 56· πάθη Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. ἐμψύχως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων ψῦχος, ψυχρός, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμψυχος, -ον)
αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός
2. κρύος, ψυχρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα
τα ζώα.
επίρρ...
εμψύχως
ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά.
Greek Monotonic
ἔμψῡχος: -ον (ἐν, ψυχή),
1. αυτός που έχει μέσα του ψυχή, ζωντανός, αυτός που ζει, έμβιος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. για έναν λόγο, ζωηρός, σθεναρός, δυναμικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἔμ-ψῡχος, ον adj [ἐν, ψυχή
1. having life in one, alive, living, Hdt., Attic
2. of a speech, animated, Luc.
Léxico de magia
-ον de origen animal de alimentos προαγνεύσας καὶ ἀπεχόμενος ἐμψύχου καὶ πάσης ἀκαθαρσίας habiéndote purificado previamente y absteniéndote de alimento animal y de toda impureza P I 55 ἀποσχέσθω ἐμψύχων καὶ βαλανείου que se abstenga de alimentos animales y de baño P IV 735 P LXVII 2 (fr. lac.)