ἦμεν

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1165] dor. = εἶναι, Ar. Ach. 736 Thuc. 5, 77. 79.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. dor. de εἰμί;
1ᵉ pl. impf. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἦμεν:
1 1 л. pl. impf. к εἰμί;
2 дор. inf. praes. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἦμεν: α΄ πληθ. παρατατ. τοῦ εἰμὶ (sum). ΙΙ. ᾖμεν, α' πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).

Greek Monotonic

ἦμεν: αʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).