ἰσικιάριος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσῐκιάριος Medium diacritics: ἰσικιάριος Low diacritics: ισικιάριος Capitals: ΙΣΙΚΙΑΡΙΟΣ
Transliteration A: isikiários Transliteration B: isikiarios Transliteration C: isikiarios Beta Code: i)sikia/rios

English (LSJ)

[ῑς], ὁ, sausage-maker, PStrassb.46 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιον
πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.