ἰσχνοσκελής

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνοσκελής Medium diacritics: ἰσχνοσκελής Low diacritics: ισχνοσκελής Capitals: ΙΣΧΝΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: ischnoskelḗs Transliteration B: ischnoskelēs Transliteration C: ischnoskelis Beta Code: i)sxnoskelh/s

English (LSJ)

ἰσχνοσκελές, lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.

German (Pape)

[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνοσκελής: тонконогий Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.

Greek Monolingual

ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, μακροσκελής].