ὀνησίπολις
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Dor. ὀνασίπολις, εως, ὁ, ἡ, profitable to the state, δίκα Simon.5.3.
German (Pape)
[Seite 346] dem Staate nützend, δίκη, Simonid. bei Plat. Prot. 346 c, nach Hermann's Em. für ὀνήσει πόλιν.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
avantageux pour la Cité.
Étymologie: ὀνίνημι, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησίπολις: εως adj. полезный государству Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνησίπολις: [ῐ], εως, ὁ, ἡ, ὠφέλιμος, χρήσιμος εἰς τὴν πόλιν, Σιμωνίδ. 8. 11.
Greek Monolingual
ὀνησίπολις και δωρ. τ. ὀνασίπολις, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι ωφέλιμος για την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + πόλις, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
ὀνησίπολις: [ῐ], -εως, ὁ, ἡ, χρήσιμος στην πόλη, σε Σιμων.