ὀνοκίνδιος
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ὁ, donkey-driver, epithet of Peisander in Eup.182; in Hsch. also -κίνδας. -κλεία (v.l. ὀνό-κλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc.4.23.
German (Pape)
[Seite 348] ὁ, der Eseltreiber (κινέω), Beiname des Pisander, Eupolis bei Schol. Ar. Av. 1555; Phot. erkl. ὀνηλάτης; nach Poll. 7, 185 dorisch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοκίνδιος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἢ ἐλαύνων ὄνους, ὀνηλάτης, ἐπίθ. τοῦ Πεισάνδρου παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Μαρικᾷ» 6: ― παρ’ Ἡσυχ.: «ὀνοκίνδιος καὶ ὀνοκίνδας· ἀστραβηλάτης, ὀνηλάτης».
Greek Monolingual
ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του Πεισάνδρου) ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ «ευκίνητος»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: donkey-driver
See also: s. κίνδαξ.
Frisk Etymology German
ὀνοκίνδιος: {onokíndios}
Grammar: m.
Meaning: Eselstreiber
See also: s. κίνδαξ.
Page 2,396