ὀνομαστέον
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
one must name, Pl.Cra.387d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὀνομάζω, δεῖ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 387D.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ὀνομάζω.